μαρουλόφυλλο

μαρουλόφυλλο
το
το φύλλο του μαρουλιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαρουλόφυλλο — το (Μ μαρουλόφυλλον) το φύλλο τού μαρουλιού …   Dictionary of Greek

  • σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”